Μεραρχία στα δανικά

Μετάφραση: μεραρχία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fordeling, deling, division, opdeling, afdeling, divisionen
Μεραρχία στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μεραρχία

μεραρχία εντελβάις, μεραρχία τζούλια, μεραρχία κρητών, μεραρχία ρόδου, μεραρχία acqui, μεραρχία λεξικό γλώσσας δανικά, μεραρχία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μερίδα στα δανικά - medgift, del, portion, afsnit, delen
  • μερίδιο στα δανικά - rolle, division, del, deling, andel, Del, Share, ...
  • μεριά στα δανικά - skråning, side, siden, kanten, sider
  • μερικοί στα δανικά - lidt, nogle, visse, vis, noget, en vis
Τυχαίες λέξεις
Μεραρχία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fordeling, deling, division, opdeling, afdeling, divisionen