Hør στα ελληνικά

Μετάφραση: hør, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λινό, λινάρι, σεντόνια, λευκά είδη, λινά, σεντονιών
Hør στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • højttaler στα ελληνικά - ομιλητής, ηχείο, ηχείων, ομιλητή, ηχείου
  • høne στα ελληνικά - κοτόπουλο, κότα, όρνιθα, κότας, ορνίθων, όρνιθας
  • høre στα ελληνικά - ακούω, ακούσει, ακούσετε, ακούει, ακούνε
  • hørelse στα ελληνικά - ακοή, ακρόαση, άκουσε, ακοής, ακούσει
Τυχαίες λέξεις
Hør στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λινό, λινάρι, σεντόνια, λευκά είδη, λινά, σεντονιών