Λινό στα δανικά
Μετάφραση: λινό, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hør, linned, sengetøj, sengelinned, håndklæder
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λινό
λινό φόρεμα, λινό κοστούμι, λινό παντελόνι, λινό σακάκι, λινό πουκάμισο, λινό λεξικό γλώσσας δανικά, λινό στα δανικά
Μεταφράσεις
- λιμός στα δανικά - hungersnød, sult, hungersnøden, Hunger, Hungeren
- λινάρι στα δανικά - hør, hoer, hør-, af hør, hørfibre
- λινός στα δανικά - cambric, batist, kammerdug, Kammerdugs, tæt cambric
- λιπαίνω στα δανικά - befrugte, gøde, at befrugte, gøder, befrugtning
Τυχαίες λέξεις
Λινό στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hør, linned, sengetøj, sengelinned, håndklæder
Μεταφράσεις: hør, linned, sengetøj, sengelinned, håndklæder