Λινάρι στα δανικά
Μετάφραση: λινάρι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hør, hoer, hør-, af hør, hørfibre
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λινάρι
λινάρι ιδιότητες, λινάρι φυτό, λινάρι καλλιέργεια, παραλία λινάρι, λινάρι λεξικό γλώσσας δανικά, λινάρι στα δανικά
Μεταφράσεις
- λιμουζίνα στα δανικά - limousine, limousiner, limousineservice, Prestige, af limousiner
- λιμός στα δανικά - hungersnød, sult, hungersnøden, Hunger, Hungeren
- λινό στα δανικά - hør, linned, sengetøj, sengelinned, håndklæder
- λινός στα δανικά - cambric, batist, kammerdug, Kammerdugs, tæt cambric
Τυχαίες λέξεις
Λινάρι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hør, hoer, hør-, af hør, hørfibre
Μεταφράσεις: hør, hoer, hør-, af hør, hørfibre