Køkken στα ελληνικά

Μετάφραση: køkken, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουζίνα, κουζίνας, της κουζίνας, την κουζίνα
Køkken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • købmand στα ελληνικά - έμπορας, παντοπωλείο, τροφίμων, παντοπωλείων, παντοπωλείου, παντοπωλεία
  • kød στα ελληνικά - σάρκα, κρέας, κρέατος, κρεάτων, το κρέας, κρέατα
  • køl στα ελληνικά - καρίνα, καρίνας, τρόπιδας, τρόπιδα, τρόπιδος
  • køler στα ελληνικά - καλοριφέρ, σόμπα, ψυγείο, ψύκτη, ψυγείου, ψύκτης, πιο δροσερές
Τυχαίες λέξεις
Køkken στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουζίνα, κουζίνας, της κουζίνας, την κουζίνα