Kanal στα ελληνικά
Μετάφραση: kanal, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κανάλι, ρείθρο, διοχετεύω, διώρυγα, καναλιού, καναλιών, διαύλου, δίαυλο
Μεταφράσεις
- kamp στα ελληνικά - μάχη, σπίρτο, ταιριάζω, αγώνας, αγωνίζομαι, αρραβώνες, συνταιριάζω, ...
- kampplads στα ελληνικά - αρένα, πεδίο μάχης, μάχης, αναξιοπρεπείς, πεδίο μάχης για
- kanariefugl στα ελληνικά - καναρίνι, Καναρίων, Καναρίους, Κανάριες, Κανάριοι
- kande στα ελληνικά - μπορώ, κουτί, κανάτα, κονσέρβα, κασσίτερος, κανάτας, πρόχους, ...
Τυχαίες λέξεις
Kanal στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κανάλι, ρείθρο, διοχετεύω, διώρυγα, καναλιού, καναλιών, διαύλου, δίαυλο
Μεταφράσεις: κανάλι, ρείθρο, διοχετεύω, διώρυγα, καναλιού, καναλιών, διαύλου, δίαυλο