Løs στα ελληνικά
Μετάφραση: løs, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λυτός, λάσκος, μπόσικος, χαλαρός, χύμα, χαλαρά, χαλαρό, χαλαρή
Μεταφράσεις
- løn στα ελληνικά - αποδοχές, μισθός, απολαβές, πληρωμή, πληρώνω, μισθού, μισθό, ...
- lønne στα ελληνικά - πληρωμή, πληρώνω, ανταμοιβή, ανταμοιβής, αμοιβή, επιβράβευση, τρίτων
- løselig στα ελληνικά - σκληρός, πρόχειρος, τραχύς, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
- løslade στα ελληνικά - παραιτούμαι, αφήνω, επιτρέπω, παρατάω, ενοικιάζομαι, φεύγω, ελευθέρωση, ...
Τυχαίες λέξεις
Løs στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λυτός, λάσκος, μπόσικος, χαλαρός, χύμα, χαλαρά, χαλαρό, χαλαρή
Μεταφράσεις: λυτός, λάσκος, μπόσικος, χαλαρός, χύμα, χαλαρά, χαλαρό, χαλαρή