Mel στα ελληνικά

Μετάφραση: mel, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλεύρι, γεύμα, αλεύρων, άλευρα, αλεύρου, άλευρο
Mel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mekaniker στα ελληνικά - μηχανικός, μηχανικό, μηχανικού, μηχανική, μηχανικών
  • mekanisme στα ελληνικά - μηχανισμός, μηχανισμό, μηχανισμού, ο μηχανισμός, του μηχανισμού
  • melde στα ελληνικά - ανακοινώνω, την υποβολή εκθέσεων, εκθέσεων, αναφορά, αναφοράς, υποβολή εκθέσεων
  • mellem στα ελληνικά - μεταξύ, ανάμεσα, μέσον, μεσαίο, μέσο, μέσου, μεσαίου
Τυχαίες λέξεις
Mel στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλεύρι, γεύμα, αλεύρων, άλευρα, αλεύρου, άλευρο