Άτομο στα δανικά
Μετάφραση: άτομο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
partikel, person, dødelig, atom, personer, persons
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άτομο
άτομο με εισόδημα κάτω του αφορολόγητου ορίου, άτομο και οικογένεια στην ομηρική κοινωνία, άτομο υδρογόνου, άτομο φροντιστήριο πάτρα, άτομο οξυγόνου, άτομο λεξικό γλώσσας δανικά, άτομο στα δανικά
Μεταφράσεις
- άτιμος στα δανικά - svigfulde, listige
- άτολμος στα δανικά - fåret, sheepish, flov, fårede, forlegne
- άτονος στα δανικά - mat, sløj, sløv, blasert, languid
- άτρακτος στα δανικά - spindel, spindlen, spindelen, spindle
Τυχαίες λέξεις
Άτομο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: partikel, person, dødelig, atom, personer, persons
Μεταφράσεις: partikel, person, dødelig, atom, personer, persons