Prøve στα ελληνικά
Μετάφραση: prøve, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δοκιμασία, προσπάθεια, εκδικάζω, έκθεση, δίκη, δοκίμιο, ελέγχω, γεύση, γεύομαι, γούστο, απόπειρα, δοκίμια, διεργασία, εξέταση, προσπαθώ, δοκιμάζω, δοκιμή, δοκιμής, δοκιμών, τεστ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- præsentere στα ελληνικά - δώρο, γνωρίζω, πληροφορώ, παρών, παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, ...
- præst στα ελληνικά - εφημέριος, ιερέας, υπουργός, παπάς, ιερεύς, ιερέα, παπά
- pseudonym στα ελληνικά - ψευδώνυμο, ψευδωνύμου, το ψευδώνυμο, ψευδώνυμό, ψευδώνυμα
- psykiater στα ελληνικά - ψυχίατρος, ψυχίατρο, ψυχιάτρου, ψυχίατρός, ψυχίατρό
Τυχαίες λέξεις
Prøve στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δοκιμασία, προσπάθεια, εκδικάζω, έκθεση, δίκη, δοκίμιο, ελέγχω, γεύση, γεύομαι, γούστο, απόπειρα, δοκίμια, διεργασία, εξέταση, προσπαθώ, δοκιμάζω, δοκιμή, δοκιμής, δοκιμών, τεστ
Μεταφράσεις: δοκιμασία, προσπάθεια, εκδικάζω, έκθεση, δίκη, δοκίμιο, ελέγχω, γεύση, γεύομαι, γούστο, απόπειρα, δοκίμια, διεργασία, εξέταση, προσπαθώ, δοκιμάζω, δοκιμή, δοκιμής, δοκιμών, τεστ