Εκδικάζω στα δανικά
Μετάφραση: εκδικάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forsøge, teste, forsøg, anstrengelse, indsats, prøve, ekdikazo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκδικάζω
εκδικάζω λεξικό γλώσσας δανικά, εκδικάζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- εκδίκηση στα δανικά - hævn, hævne, hævne sig, hćvn
- εκδηλωτικός στα δανικά - demonstrative, demonstrativ, demonstrationsværdi, demonstrativt, præsentationsvideo
- εκδικητικός στα δανικά - hævngerrig, hævngerrige, hævngerrigt, en hævngerrig
- εκδικούμαι στα δανικά - gengælde, requite, Gengældelse, Gengældelse over, fuld Løn
Τυχαίες λέξεις
Εκδικάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forsøge, teste, forsøg, anstrengelse, indsats, prøve, ekdikazo
Μεταφράσεις: forsøge, teste, forsøg, anstrengelse, indsats, prøve, ekdikazo