Δίκη στα δανικά

Μετάφραση: δίκη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
proces, prøve, retssag, forsøg, retssagen, rettergang
Δίκη στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δίκη

δίκη μάριου παπαγεωργίου, δίκη παπαγεωργόπουλου, δίκη υπεξαίρεσης, δίκη της δευτέρας, δίκη προθέσεων, δίκη λεξικό γλώσσας δανικά, δίκη στα δανικά

Μεταφράσεις

  • δίκαια στα δανικά - temmelig, forholdsvis, ret, relativt, nogenlunde
  • δίκαιος στα δανικά - bare, kun, præcis, retfærdig, torv, billig, fair, ...
  • δίκτυο στα δανικά - netværk, netværket, net, nettet
  • δίλημμα στα δανικά - dilemma, dilemmaet
Τυχαίες λέξεις
Δίκη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: proces, prøve, retssag, forsøg, retssagen, rettergang