Εύπορος στα δανικά

Μετάφραση: εύπορος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
rig, Thrifty, sparsommeligt, sparsommelige, sparsommelig, mådeholdende
Εύπορος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εύπορος

εύπορος συνώνυμο, εύπορος λεξικό γλώσσας δανικά, εύπορος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εύκρατος στα δανικά - tempereret, tempererede, temperate
  • εύπιστος στα δανικά - godtroende, naive, blåøjet, blåøjede
  • εύρημα στα δανικά - opdagelse, finde, at finde, finder, find, med at finde
  • εύρος στα δανικά - bredde, bredden, width, bredde på
Τυχαίες λέξεις
Εύπορος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: rig, Thrifty, sparsommeligt, sparsommelige, sparsommelig, mådeholdende