Rigelig στα ελληνικά
Μετάφραση: rigelig, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άφθονος, επαρκής, επαρκώς, άφθονη, άφθονο, άνετο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- rig στα ελληνικά - πλούσιος, εύπορος, ευκατάστατος, πλούσια, πλούσιο, πλούσιες, πλούσια σε
- rigdom στα ελληνικά - συρροή, πλούτη, πλούτος, αφθονία, πλούτου, πλούτο, τον πλούτο, ...
- rigtig στα ελληνικά - καθωσπρέπει, ευπρεπής, πρέπων, δεξιός, σωστός, διορθώνω, πραγματικός, ...
- rim στα ελληνικά - ομοιοκαταληξία, έμμετρο λόγο, ρίμα, έμμετρου λόγου, έμμετρος λόγος
Τυχαίες λέξεις
Rigelig στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άφθονος, επαρκής, επαρκώς, άφθονη, άφθονο, άνετο
Μεταφράσεις: άφθονος, επαρκής, επαρκώς, άφθονη, άφθονο, άνετο