Sæk στα ελληνικά

Μετάφραση: sæk, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολύω, τσουβάλι, σάκος, λεηλασία, σάκο, σακί
Sæk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sædvanlig στα ελληνικά - συνηθισμένος, συνήθης, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
  • sædvanligvis στα ελληνικά - συνήθως, που συνήθως, κανόνα
  • sæl στα ελληνικά - βούλα, φώκια, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
  • sælge στα ελληνικά - εκποιώ, πουλώ, πωλούν, πωλήσει, πουλήσει, πωλεί, πουλήσουν
Τυχαίες λέξεις
Sæk στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολύω, τσουβάλι, σάκος, λεηλασία, σάκο, σακί