Απολύω στα δανικά

Μετάφραση: απολύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
taske, sæk, fyr, ild, afskedige, bål, fyre, skyde, flamme, unloose
Απολύω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απολύω

απολύω απολύεις, απολύω αρχαια, απολύω μεταφραση, απολύω γαλλικά, απολύω αρχικοι χρονοι, απολύω λεξικό γλώσσας δανικά, απολύω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • απολυταρχικός στα δανικά - autoritær, autoritære, autoritært, en autoritær
  • απολύτως στα δανικά - absolut, helt, fuldstændig, er absolut
  • απομίμηση στα δανικά - efterligning, imiteret, imitation, efterligninger
  • απομακρυσμένος στα δανικά - fjern, fjernt, fjerne, langt, afstand
Τυχαίες λέξεις
Απολύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: taske, sæk, fyr, ild, afskedige, bål, fyre, skyde, flamme, unloose