Skov στα ελληνικά

Μετάφραση: skov, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξυλεία, δάσος, ξύλο, δασών, δασικών, των δασών, δάσους
Skov στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • skomager στα ελληνικά - τσαγκάρης, εμβαλωμάτης, μπαλωμάτης, φρουτόπιτα, cobbler, τσαγκάρη
  • skorsten στα ελληνικά - καμινάδα, τζάκι, καμινάδας, καπνοδόχου, καπνοδόχο, καπνοδόχων
  • skovbrug στα ελληνικά - δασολογία, δασοκομία, δασικών, δασοκομίας, της δασοκομίας, τη δασοκομία
  • skovl στα ελληνικά - φτυάρι, φτυαριστές, φτυαριού, φτυάρι για
Τυχαίες λέξεις
Skov στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξυλεία, δάσος, ξύλο, δασών, δασικών, των δασών, δάσους