Δάσος στα δανικά
Μετάφραση: δάσος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skov, skoven, forestgrøn, skove, forest
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δάσος
δάσος στροφυλιάς, δάσος αρβανίτσας, δάσος δαδιάς, δάσος της βουλώνης, δάσος φρακτού, δάσος λεξικό γλώσσας δανικά, δάσος στα δανικά
Μεταφράσεις
- δάρτης στα δανικά - Plungers, Roerestaenger, stempelgreb, Rørestænger, stemplerne
- δάσκαλος στα δανικά - lærer, instruktør, læreren, underviser, teacher, lærere
- δάφνη στα δανικά - laurbær, Laurel, laurbærkrans, laurbærblade, laurbærolie
- δέκα στα δανικά - ti, ten
Τυχαίες λέξεις
Δάσος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skov, skoven, forestgrøn, skove, forest
Μεταφράσεις: skov, skoven, forestgrøn, skove, forest