Skråning στα ελληνικά
Μετάφραση: skråning, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεριά, πλευρά, κατηφορίζω, γέρνω, πλαγιά, κλίση, κλίσης, πίστα, πλαγιάς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- skruenøgle στα ελληνικά - κλειδί, γαλλικό κλειδί, Wrench, κλειδιού, κλειδιών
- skruetrækker στα ελληνικά - κατσαβίδι, κατσαβιδιού, κατσαβίδι για, κατσαβίδια, κατσαβιδιών
- skrædder στα ελληνικά - ράπτης, ράφτης, tailor, παραγγελία, εξατομικευμένη, εξατομικευμένες
- skræk στα ελληνικά - σύλληψη, φόβος, ταραχή, σκιάχτρο, τρομάρα, τρόμο, φόβο
Τυχαίες λέξεις
Skråning στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεριά, πλευρά, κατηφορίζω, γέρνω, πλαγιά, κλίση, κλίσης, πίστα, πλαγιάς
Μεταφράσεις: μεριά, πλευρά, κατηφορίζω, γέρνω, πλαγιά, κλίση, κλίσης, πίστα, πλαγιάς