Γέρνω στα δανικά

Μετάφραση: γέρνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mager, kurve, sving, støtte, krumning, skråning, hældning, svinge, skrænt, fold, tynd, bøje, synke, hænge, synke sammen, i Sag, nedbøjning
Γέρνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γέρνω

γέρνω συνώνυμα, γέρνω αγγλικά, γέρνω αοριστος, γέρνω έγειρα, γέρνω ρήμα, γέρνω λεξικό γλώσσας δανικά, γέρνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • γένος στα δανικά - køn, slægten, slægt, arten, genus
  • γέρικος στα δανικά - gammel, gerikos
  • γέρος στα δανικά - gammel, gamle, gammelt, old, ældre
  • γέφυρα στα δανικά - bro, Bridge, broen
Τυχαίες λέξεις
Γέρνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mager, kurve, sving, støtte, krumning, skråning, hældning, svinge, skrænt, fold, tynd, bøje, synke, hænge, synke sammen, i Sag, nedbøjning