Snakke στα ελληνικά

Μετάφραση: snakke, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουβέντα, κουβεντιάζω, τρίζω, φλυαρώ, ομιλία, συζήτηση, ομιλίας, μιλάμε
Snakke στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • smør στα ελληνικά - βούτυρο, βουτύρου, το βούτυρο, του βουτύρου, βούτυρο που
  • smøre στα ελληνικά - επέκταση, διαδίδω, απλώνω, φουντώνω, κηλίδα, μουτζούρα, επίχρισμα, ...
  • snart στα ελληνικά - σύντομος, σύντομα, μόλις, συντομότερο, ταχύτερο, συντομότερα
  • snavset στα ελληνικά - βρώμικος, λερωμένος, ακάθαρτος, βρώμικο, βρώμικα, βρώμικη, βρώμικες
Τυχαίες λέξεις
Snakke στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουβέντα, κουβεντιάζω, τρίζω, φλυαρώ, ομιλία, συζήτηση, ομιλίας, μιλάμε