Τρίζω στα δανικά

Μετάφραση: τρίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
snakke, male, knage, knirke, creak, knirken, knirket
Τρίζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρίζω

τρίζω δόντια, τρίζω τα δόντια στον ύπνο, τρίζω τα δόντια μου, τρίζω τα δόντια, τρίζω συνώνυμα, τρίζω λεξικό γλώσσας δανικά, τρίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • τρίαινα στα δανικά - Trident, trefork, Tridents, treforken
  • τρίβω στα δανικά - gnide, rub, gnid, gnider
  • τρίλια στα δανικά - nitriler, nitriller, nitrilerne
  • τρίμηνο στα δανικά - udtryk, kvarter, kvart, kvartal, fjerdedel, kvartalet
Τυχαίες λέξεις
Τρίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: snakke, male, knage, knirke, creak, knirken, knirket