Udsætte στα ελληνικά
Μετάφραση: udsætte, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναβάλλω, καθυστέρηση, εκθέτουν, εκθέσει, εκθέτετε, εκθέσουν, εκθέτει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- udstyr στα ελληνικά - εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού
- udsvævelser στα ελληνικά - μαυλίζω, εκμαυλίζω, μαύλισμα, ξεμαυλίζω, ασωτία, ακολασία, ξεμαύλισμα, ...
- udtale στα ελληνικά - προφέρω, προφορά, την προφορά, εκφώνηση, προφορά της λέξης, προφοράς
- udtryk στα ελληνικά - όρος, τρίμηνο, έκφραση, διορία, έκφρασης, εκφράσεως, την έκφραση, ...
Τυχαίες λέξεις
Udsætte στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναβάλλω, καθυστέρηση, εκθέτουν, εκθέσει, εκθέτετε, εκθέσουν, εκθέτει
Μεταφράσεις: αναβάλλω, καθυστέρηση, εκθέτουν, εκθέσει, εκθέτετε, εκθέσουν, εκθέτει