Αναβάλλω στα δανικά
Μετάφραση: αναβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
udskyde, udsætte, stall, bås, bod, båsen, stalden
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναβάλλω
αναβάλλω προταση, αναβάλλω αρχικοι χρονοι, αναβάλλω ή αναβάλω, αναβάλλω συνωνυμα, αναβάλλω παρατατικός, αναβάλλω λεξικό γλώσσας δανικά, αναβάλλω στα δανικά
Μεταφράσεις
- αναίσχυντα στα δανικά - skamløst, frækt, skammeligt, skamløst at, skamløs
- αναβάθμιση στα δανικά - opgradering, opgraderingen, opgradere, opgradering af
- αναβάτης στα δανικά - jockey, støttehjul, jokey
- αναβίωση στα δανικά - genoplivning, genoplivelse, revival, vækkelse, opsving
Τυχαίες λέξεις
Αναβάλλω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: udskyde, udsætte, stall, bås, bod, båsen, stalden
Μεταφράσεις: udskyde, udsætte, stall, bås, bod, båsen, stalden