Καθυστέρηση στα δανικά
Μετάφραση: καθυστέρηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
udsætte, forsinkelse, forsinkelsen, muligt, forsinkelser, forsinket
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθυστέρηση
καθυστέρηση περιόδου λόγω αντιβίωσης, καθυστέρηση 4 ημερών, καθυστέρηση 10 ημερών, καθυστέρηση περιόδου, καθυστέρηση και αρνητικό τεστ εγκυμοσύνης, καθυστέρηση λεξικό γλώσσας δανικά, καθυστέρηση στα δανικά
Μεταφράσεις
- καθοριστικός στα δανικά - determinant, afgørende, faktor, bestemmende, determinanten
- καθρέφτης στα δανικά - spejl, Mirror, Spejl, spejle
- καθυστερημένος στα δανικά - sen, retarderede, forsinket, retarderet, forsinkes, udviklingshæmmede
- καθυστερούμενα στα δανικά - restancer, restance, bagud, efterbetaling, efterbetalinger
Τυχαίες λέξεις
Καθυστέρηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: udsætte, forsinkelse, forsinkelsen, muligt, forsinkelser, forsinket
Μεταφράσεις: udsætte, forsinkelse, forsinkelsen, muligt, forsinkelser, forsinket