Udsigt στα ελληνικά

Μετάφραση: udsigt, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προοπτική, άποψη, θέα, ενόψει, όψη, προβολή
Udsigt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • udsagnsord στα ελληνικά - ρήμα, ρήματος, verb, το ρήμα, ρημάτων
  • udseende στα ελληνικά - εμφάνιση, παρουσίαση, εμφάνισης, εμφάνισή, όψη, την εμφάνιση
  • udskyde στα ελληνικά - αναβάλλω, καθυστέρηση, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
  • udslukke στα ελληνικά - σβήνω, απόσβεσης, σβέσης, της απόσβεσης, κατασταλτικού, σβέσεως
Τυχαίες λέξεις
Udsigt στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προοπτική, άποψη, θέα, ενόψει, όψη, προβολή