Προσόν στα ουκρανικά
Μετάφραση: προσόν, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дійсно, фактично, практично, кваліфікація, квалификация, кваліфікацію
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσόν
το προσόν, προσόν συνώνυμο, προσόν πλανετ, προσόν στα αγγλικά, προσόν συνώνυμα, προσόν λεξικό γλώσσας ουκρανικά, προσόν στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- προσωρινά στα ουκρανικά - тимчасово, інерції
- προσωρινός στα ουκρανικά - постачання, тимчасовий, умова, забезпечення, постанова, тимчасове, тимчасову, ...
- προτέρημα στα ουκρανικά - користь, здатність, фактично, вигода, практично, схильність, привілей, ...
- προτίμηση στα ουκρανικά - фантазія, думати, уявляти, уявити, краще, фантастичний, перевагу, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσόν στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дійсно, фактично, практично, кваліфікація, квалификация, кваліфікацію
Μεταφράσεις: дійсно, фактично, практично, кваліфікація, квалификация, кваліфікацію