Προσόν στα ουγγρικά

Μετάφραση: προσόν, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
képesítés, minősítés, képesítési, minősítési, képesítést
Προσόν στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσόν

το προσόν, προσόν συνώνυμο, προσόν πλανετ, προσόν στα αγγλικά, προσόν συνώνυμα, προσόν λεξικό γλώσσας ουγγρικά, προσόν στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • προσωρινά στα ουγγρικά - futólagosan, ideiglenesen, átmenetileg, ideiglenes, átmeneti, időlegesen
  • προσωρινός στα ουγγρικά - ideiglenes, átmeneti, az ideiglenes, ideiglenesen, időszakos
  • προτέρημα στα ουγγρικά - előny, előnye, előnyt, előnnyel
  • προτίμηση στα ουγγρικά - extra, képzelet, luxus, preferencia, elõny, előnyben, elsőbbségi, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσόν στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: képesítés, minősítés, képesítési, minősítési, képesítést