Πεισμωμένος στα αλβανικά
Μετάφραση: πεισμωμένος, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
peismomenos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεισμωμένος
πεισμωμένος λεξικό γλώσσας αλβανικά, πεισμωμένος στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- πεισματάρης στα αλβανικά - kokëfortë, kokeforte, ngurtësua, kryeneçe, kokëforte
- πεισματικά στα αλβανικά - kokëfortësi, kryeneçësi, me kokëfortësi, kokëfortësi të, kryeneçësi të
- πειστήριο στα αλβανικά - ekspozitë, Ekspozita, shfaqin, ekspozitë e, Ekspozita e
- πειστικός στα αλβανικά - bindës, bindëse, bindur, bindes, bindshme
Τυχαίες λέξεις
Πεισμωμένος στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: peismomenos
Μεταφράσεις: peismomenos