Πεισμωμένος στα σλοβακικά
Μετάφραση: πεισμωμένος, Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tvrdohlavý, peismomenos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεισμωμένος
πεισμωμένος λεξικό γλώσσας σλοβακικά, πεισμωμένος στα σλοβακικά
Μεταφράσεις
- πεισματάρης στα σλοβακικά - neústupný, tvrdohlavý, tvrdohlavá
- πεισματικά στα σλοβακικά - tvrdohlavo, zanovito, tvrdošijne, vypestovali tvrdohlavý
- πειστήριο στα σλοβακικά - dôkaz, exponát, exhibit, vystavovať
- πειστικός στα σλοβακικά - nezvratný, presvedčivý, presvedčivé
Τυχαίες λέξεις
Πεισμωμένος στα σλοβακικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά
Μεταφράσεις: tvrdohlavý, peismomenos
Μεταφράσεις: tvrdohlavý, peismomenos