Άνοδος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: άνοδος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
анод, аноден, анодна, анодно, на аноди
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άνοδος
άνοδος χρυσής αυγής, άνοδος πκσ, άνοδος εθνική τράπεζα, άνοδος της αυτοκρατορίας, άνοδος αλεξίου, άνοδος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, άνοδος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- άνθρωπος στα βουλγαρικά - човешко, мъж, човешки, човешка, човек, мъж на, човека
- άνισος στα βουλγαρικά - неравен, нееднакъв, неравностойно, неравно, неравното
- άνοιγμα στα βουλγαρικά - люк, отвор, отваряне, откриване, откриването, отварянето
- άνοιξη στα βουλγαρικά - весна, пружина, пролет, пролетен, пролетта, пролетта на
Τυχαίες λέξεις
Άνοδος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: анод, аноден, анодна, анодно, на аноди
Μεταφράσεις: анод, аноден, анодна, анодно, на аноди