Άνοδος στα ουκρανικά

Μετάφραση: άνοδος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підвищення, додаток, приріст, збільшення, анод
Άνοδος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άνοδος

άνοδος χρυσής αυγής, άνοδος πκσ, άνοδος εθνική τράπεζα, άνοδος της αυτοκρατορίας, άνοδος αλεξίου, άνοδος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, άνοδος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • άνθρωπος στα ουκρανικά - матуся, зовнішність, народ, людський, чоловік, люди, нікого, ...
  • άνισος στα ουκρανικά - неадекватний, невідповідний, нерівноцінний, нерівний
  • άνοιγμα στα ουκρανικά - заслінка, ґрати, обдумувати, народжуватись, відкриття
  • άνοιξη στα ουκρανικά - пагони, започаткувало, підхоплюватися, пружинити, весна
Τυχαίες λέξεις
Άνοδος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: підвищення, додаток, приріст, збільшення, анод