Άνοδος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: άνοδος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ascensão, anódio, ânodo, anodo, do ânodo, ânodo de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άνοδος
άνοδος χρυσής αυγής, άνοδος πκσ, άνοδος εθνική τράπεζα, άνοδος της αυτοκρατορίας, άνοδος αλεξίου, άνοδος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, άνοδος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- άνθρωπος στα πορτογαλικά - humano, pensão, pessoa, homem, povo, zumbir, tripular, ...
- άνισος στα πορτογαλικά - desigual, desigualdade, desiguais, desigualdade de, desigualdades
- άνοιγμα στα πορτογαλικά - abertura, de abertura, abertura de, abrir, a abertura
- άνοιξη στα πορτογαλικά - manancial, primavera, corda, abrir, difundir, nascente, fonte, ...
Τυχαίες λέξεις
Άνοδος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ascensão, anódio, ânodo, anodo, do ânodo, ânodo de
Μεταφράσεις: ascensão, anódio, ânodo, anodo, do ânodo, ânodo de