Αμαρτωλός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αμαρτωλός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
грешник, грешника, грешникът, грешница
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμαρτωλός
αμαρτωλός ποιητής, αμαρτωλός συνώνυμο, αμαρτωλός καρδιολόγος, αμαρτωλός βικιλεξικο, αμαρτωλός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αμαρτωλός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αμαρτάνω στα βουλγαρικά - грях, греха, грехът
- αμαρτία στα βουλγαρικά - грях, греха, грехът
- αμαυρώνω στα βουλγαρικά - кляка, помрачавам, притъмнявам, потъмнее, потъмните, затъмните
- αμβλύνω στα βουλγαρικά - тъп, скучен, скучна, тъпа, матово
Τυχαίες λέξεις
Αμαρτωλός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: грешник, грешника, грешникът, грешница
Μεταφράσεις: грешник, грешника, грешникът, грешница