Αναπόφευκτος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αναπόφευκτος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неизбежен, неизбежно, неизбежна, неизбежното, неизбежни
Αναπόφευκτος στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναπόφευκτος

αναπόφευκτος αντίθετο, αναπόφευκτος ετυμολογια, αναπόφευκτοσ αντώνυμο, αναπόφευκτος συνώνυμα, αναπόφευκτος αγγλικά, αναπόφευκτος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αναπόφευκτος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αναπτύσσω στα βουλγαρικά - развивате, възниквам, развият, разработят, развие, разработи, развиват
  • αναπόφευκτα στα βουλγαρικά - неизбежно, неминуемо, неизбежно се, неизменно
  • αναρριχώμαι στα βουλγαρικά - боричкане, надпревара, катерене, лазене, катеря се
  • αναρροφώ στα βουλγαρικά - отклонявам, източват, източване на, отточва, източва
Τυχαίες λέξεις
Αναπόφευκτος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: неизбежен, неизбежно, неизбежна, неизбежното, неизбежни