Αναπόφευκτος στα ρουμανικά
Μετάφραση: αναπόφευκτος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inevitabil, inevitabilă, inevitabile, inevitabila
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναπόφευκτος
αναπόφευκτος αντίθετο, αναπόφευκτος ετυμολογια, αναπόφευκτοσ αντώνυμο, αναπόφευκτος συνώνυμα, αναπόφευκτος αγγλικά, αναπόφευκτος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, αναπόφευκτος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- αναπτύσσω στα ρουμανικά - dezvolta, se dezvolta, dezvolte, dezvoltarea, a dezvolta
- αναπόφευκτα στα ρουμανικά - inevitabil, mod inevitabil, în mod inevitabil
- αναρριχώμαι στα ρουμανικά - încăierare, Scramble, coate, goana, se lupta
- αναρροφώ στα ρουμανικά - sifon, sifonul, siphon, de sifon, sifonul de
Τυχαίες λέξεις
Αναπόφευκτος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: inevitabil, inevitabilă, inevitabile, inevitabila
Μεταφράσεις: inevitabil, inevitabilă, inevitabile, inevitabila