Αντλία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αντλία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
помпа, сърце, помпата, на помпата, помпи
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντλία
αντλία νερού, αντλία θερμότητας mitsubishi, αντλία κενού, αντλία θερμότητας τιμες, αντλία ινσουλίνης, αντλία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αντλία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αντιφάσκω στα βουλγαρικά - извъртам, усуквам, меня позициите си, ставам ренегат, правя противоречиви изказвания
- αντιφατικός στα βουλγαρικά - противоречивия, противоречив, противоречиви, противоречива, противоречиво, противоречие
- αντλώ στα βουλγαρικά - извлече, произтичат, извличат, извлекат, произтича
- αντοχή στα βουλγαρικά - мъжество, имунитет, съпротивление, устойчивост, съпротива, резистентност, устойчивост на
Τυχαίες λέξεις
Αντλία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: помпа, сърце, помпата, на помпата, помпи
Μεταφράσεις: помпа, сърце, помпата, на помпата, помпи