Αντλία στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αντλία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aspirar, vaporizar, bomba, bombas, calcar, bombear, bomba de, da bomba, de bomba
Αντλία στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντλία

αντλία νερού, αντλία θερμότητας mitsubishi, αντλία κενού, αντλία θερμότητας τιμες, αντλία ινσουλίνης, αντλία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αντλία στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αντιφάσκω στα πορτογαλικά - desmentir, desdizer, contradizer, tergiversar, apostatar, usar de evasivas, renegar, ...
  • αντιφατικός στα πορτογαλικά - contraditório, contraditória, contraditórias, contraditórios, contradição
  • αντλώ στα πορτογαλικά - derivar, derivação, derivam, obter, decorrem, deriva
  • αντοχή στα πορτογαλικά - resistência, resistir, imunidade, oposição, resistência à, a resistência, de resistência, ...
Τυχαίες λέξεις
Αντλία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aspirar, vaporizar, bomba, bombas, calcar, bombear, bomba de, da bomba, de bomba