Αντλία στα ολλανδικά

Μετάφραση: αντλία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pomp, hart, pompen, oppompen, de pomp, pump
Αντλία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντλία

αντλία νερού, αντλία θερμότητας mitsubishi, αντλία κενού, αντλία θερμότητας τιμες, αντλία ινσουλίνης, αντλία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αντλία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αντιφάσκω στα ολλανδικά - tegenspreken, weifelen, proberen te ontwijken, afvallig worden, schipperen
  • αντιφατικός στα ολλανδικά - tegenstrijdig, tegenstrijdige, tegengestelde, in tegenspraak, strijd
  • αντλώ στα ολλανδικά - aftappen, ontlenen, afleiden, afgeleid, voortvloeien, af te leiden
  • αντοχή στα ολλανδικά - onvatbaarheid, immuniteit, tegenstand, oppositie, tegenweer, tegenkanting, verzet, ...
Τυχαίες λέξεις
Αντλία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: pomp, hart, pompen, oppompen, de pomp, pump