Βασανίζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: βασανίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
огорчаха, преследвам, обхващам, натрапвам, обсебени, обземам
Βασανίζω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βασανίζω

βασανίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, βασανίζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • βασίλειο στα βουλγαρικά - царство, кралство, царството, Kingdom
  • βασίλισσα στα βουλγαρικά - кралица, царица, дама, Queen, кралицата
  • βασανιζόμενος στα βουλγαρικά - vasanizomenos
  • βασανισμός στα βουλγαρικά - жестокост, жестокостта, Cruelty, насилието над, Мъчения
Τυχαίες λέξεις
Βασανίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: огорчаха, преследвам, обхващам, натрапвам, обсебени, обземам