Βασανίζω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: βασανίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пераследваць, пераследаваць, перасьледаваць, праследаваць
Βασανίζω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βασανίζω

βασανίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, βασανίζω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • βασίλειο στα λευκορωσικά - царства, валадарства
  • βασίλισσα στα λευκορωσικά - каралева, Каралёва, королева
  • βασανιζόμενος στα λευκορωσικά - vasanizomenos
  • βασανισμός στα λευκορωσικά - жорсткасць, жестокость, жорсткасьць, Лютасць
Τυχαίες λέξεις
Βασανίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: пераследваць, пераследаваць, перасьледаваць, праследаваць