Βασανίζω στα κροατικά

Μετάφραση: βασανίζω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ožalostiti, rastužiti, povrijediti, mučenje, mućenju, muče, mučiti, kinjiti, opsjedati, proganjati, opsjednut, obuzeti, opsjednuti
Βασανίζω στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βασανίζω

βασανίζω λεξικό γλώσσας κροατικά, βασανίζω στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • βασίλειο στα κροατικά - kraljevstvo, carstvo, kraljevina, Britanija, Kingdom, Kraljevina
  • βασίλισσα στα κροατικά - dama, kraljica, carica, Queen, Kraljice, matica, queen size
  • βασανιζόμενος στα κροατικά - zadesile, vasanizomenos
  • βασανισμός στα κροατικά - mučenje, muče, mućenju, mučiti, kinjiti, okrutnost, okrutnosti, ...
Τυχαίες λέξεις
Βασανίζω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: ožalostiti, rastužiti, povrijediti, mučenje, mućenju, muče, mučiti, kinjiti, opsjedati, proganjati, opsjednut, obuzeti, opsjednuti