Βασανίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: βασανίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тортури, катування, катувати, засмутіть, мука, переслідувати, переслідуватиме, переслідуватимуть
Βασανίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βασανίζω

βασανίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βασανίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • βασίλειο στα ουκρανικά - вісь, царство, королівство, царства
  • βασίλισσα στα ουκρανικά - квебрахо, королева, Корольова
  • βασανιζόμενος στα ουκρανικά - засмучений, vasanizomenos
  • βασανισμός στα ουκρανικά - мука, тортури, катування, катувати, жорстокість, Жестокость
Τυχαίες λέξεις
Βασανίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: тортури, катування, катувати, засмутіть, мука, переслідувати, переслідуватиме, переслідуватимуть