Βασανίζω στα τούρκικα

Μετάφραση: βασανίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eziyet, işkence, acı, tedirgin etmek, takıntısı, tedirgin, saplantılı, saplantıları
Βασανίζω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βασανίζω

βασανίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, βασανίζω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • βασίλειο στα τούρκικα - krallık, krallığı, kingdom, krallığının, krallığın
  • βασίλισσα στα τούρκικα - kraliçe, queen, kraliçesi, vezir, kız
  • βασανιζόμενος στα τούρκικα - vasanizomenos
  • βασανισμός στα τούρκικα - eziyet, acı, işkence, zulüm, Cruelty, acımasızlık, zalimlik, ...
Τυχαίες λέξεις
Βασανίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: eziyet, işkence, acı, tedirgin etmek, takıntısı, tedirgin, saplantılı, saplantıları