Διάλλειμα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διάλλειμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
почивка, скъсване, пауза, прекъсване, пробив
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διάλλειμα
διάλειμμα συνώνυμα, διάλλειμα ή διάλειμμα, διάλειμμα ή διάλειμμα, διάλειμμα λεξικό, διάλλειμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διάλλειμα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διάλεκτος στα βουλγαρικά - жаргон, диалект, наречие, диалекта, говор
- διάλεξη στα βουλγαρικά - лекция, лекцията, лекции, лекция на, лекционния
- διάλογος στα βουλγαρικά - разговор, диалог, диалога, на диалога, диалогът
- διάλυμα στα βουλγαρικά - разтвор, решение, разтвор на, разтвора
Τυχαίες λέξεις
Διάλλειμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: почивка, скъсване, пауза, прекъсване, пробив
Μεταφράσεις: почивка, скъсване, пауза, прекъсване, пробив