Διάλλειμα στα ουκρανικά
Μετάφραση: διάλλειμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розламати, рвати, переміна, здавати, побити, перерву, перерва
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διάλλειμα
διάλειμμα συνώνυμα, διάλλειμα ή διάλειμμα, διάλειμμα ή διάλειμμα, διάλειμμα λεξικό, διάλλειμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διάλλειμα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διάλεκτος στα ουκρανικά - баритися, діалект
- διάλεξη στα ουκρανικά - читець, лекція, реферат, работа, курсовая работа, контрольная работа
- διάλογος στα ουκρανικά - діалог, розмова, розмову, діалогу
- διάλυμα στα ουκρανικά - дозвіл, розпускання, пояснення, розв'язання, рішення, вирішення
Τυχαίες λέξεις
Διάλλειμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розламати, рвати, переміна, здавати, побити, перерву, перерва
Μεταφράσεις: розламати, рвати, переміна, здавати, побити, перерву, перерва