Διακριτικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διακριτικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отличителен, отличителния, отличителна, отличителни, отличително
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακριτικός
διακριτικός τίτλος, διακριτικός τίτλος ομόρρυθμης εταιρείας, διακριτικός τίτλος μετάφραση, διακριτικός τίτλος ικε, διακριτικός τίτλος τι είναι, διακριτικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διακριτικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διακρίσεις στα βουλγαρικά - дискриминация, дискриминацията, на дискриминация, с дискриминацията
- διακριτικό στα βουλγαρικά - отличителен, отличителния, отличителна, отличителни, отличително
- διακριτικότητα στα βουλγαρικά - дискретност, преценка, усмотрение, право на преценка, свобода на преценка
- διακυβεύω στα βουλγαρικά - рисковата, залог, дял, кол, риск, дела
Τυχαίες λέξεις
Διακριτικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: отличителен, отличителния, отличителна, отличителни, отличително
Μεταφράσεις: отличителен, отличителния, отличителна, отличителни, отличително