Διαχειριστικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διαχειριστικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
управителен, управленски, управленска, ръководна, управленско
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαχειριστικός
διαχειριστικός έλεγχος σε αε, διαχειριστικός έλεγχος επε, διαχειριστικός έλεγχος αεκ, διαχειριστικός έλεγχος αε, διαχειριστικός έλεγχος οτα, διαχειριστικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διαχειριστικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διαχειμάζω στα βουλγαρικά - зима, спя зимен сън, зимувам, бездействувам, хибернация, спят зимен сън
- διαχειριστής στα βουλγαρικά - администратор, администратора, администратор на, администратора на
- διαχυτικός στα βουλγαρικά - прочувствен, ефузивен, излиятелен, възторжен, възторжена
- διαχυτικότητα στα βουλγαρικά - весел нрав, веселост, общителност, добродушие
Τυχαίες λέξεις
Διαχειριστικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: управителен, управленски, управленска, ръководна, управленско
Μεταφράσεις: управителен, управленски, управленска, ръководна, управленско