Διεξάγω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: διεξάγω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
поведение, поведението, провеждане, поведението на
Διεξάγω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεξάγω

διεξάγω μετάφραση, διεξάγω συνώνυμα, διεξάγω αγγλικά, διεξάγω παρατατικός, διεξάγω in english, διεξάγω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διεξάγω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • διεκπεραίωση στα βουλγαρικά - сделка, боравене, манипулация, манипулиране, обработка, обработката
  • διενέργεια στα βουλγαρικά - провеждане, провеждане на, провеждането, извършване, провеждането на
  • διεξοδικός στα βουλγαρικά - изчерпателен, изчерпателно, изчерпателна, изчерпателни, неизчерпателен
  • διεργασία στα βουλγαρικά - процес, процеса, метод, процес на
Τυχαίες λέξεις
Διεξάγω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: поведение, поведението, провеждане, поведението на