Διεξάγω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: διεξάγω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
однесување, Правила, однесувањето, спроведување, водење
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διεξάγω
διεξάγω μετάφραση, διεξάγω συνώνυμα, διεξάγω αγγλικά, διεξάγω παρατατικός, διεξάγω in english, διεξάγω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, διεξάγω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- διεκπεραίωση στα σλαβομακεδονικά - ракување, ракување со, ракувањето, постапување, справување
- διενέργεια στα σλαβομακεδονικά - спроведување на, спроведување, водење, водење на, вршење
- διεξοδικός στα σλαβομακεδονικά - исцрпна, исцрпен, исцрпни, исцрпно, сеопфатен
- διεργασία στα σλαβομακεδονικά - процес, процесот, процесот на, на процесот, процес на
Τυχαίες λέξεις
Διεξάγω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: однесување, Правила, однесувањето, спроведување, водење
Μεταφράσεις: однесување, Правила, однесувањето, спроведување, водење